• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εξύψωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξύψωση οι εξυψώσεις
      γενική της εξύψωσης* των εξυψώσεων
    αιτιατική την εξύψωση τις εξυψώσεις
     κλητική εξύψωση εξυψώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξυψώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εξύψωση < εξυψώνω + -ση < ελληνιστική κοινή ἐξυψόω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εξύψωση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξυψώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εξύψωση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξύψωση&oldid=5472153"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 23:58
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 23:58.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie