Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξυψωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξυψωτικ
ός
η
εξυψωτικ
ή
το
εξυψωτικ
ό
γενική
του
εξυψωτικ
ού
της
εξυψωτικ
ής
του
εξυψωτικ
ού
αιτιατική
τον
εξυψωτικ
ό
την
εξυψωτικ
ή
το
εξυψωτικ
ό
κλητική
εξυψωτικ
έ
εξυψωτικ
ή
εξυψωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξυψωτικ
οί
οι
εξυψωτικ
ές
τα
εξυψωτικ
ά
γενική
των
εξυψωτικ
ών
των
εξυψωτικ
ών
των
εξυψωτικ
ών
αιτιατική
τους
εξυψωτικ
ούς
τις
εξυψωτικ
ές
τα
εξυψωτικ
ά
κλητική
εξυψωτικ
οί
εξυψωτικ
ές
εξυψωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξυψωτικός
<
εξυψώνω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εξυψωτικός
που έχει
σχέση
με την
εξύψωση
, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
εξυψωτικά
→
δείτε
τις λέξεις
εξυψώνω
,
υψώνω
και
ύψος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξυψωτικός