εξυψωτικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξυψωτικά < εξυψωτικ(ός) + -ά
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
εξυψωτικά
- με εξυψωτικό τρόπο, εξυψώνοντας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
εξυψωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξυψωτικός