exalt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | exalt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exalts |
αόριστος | exalted |
παθητική μετοχή | exalted |
ενεργητική μετοχή | exalting |
Ρήμα
επεξεργασίαexalt (en)
Δείτε επίσης : exult |
ενεστώτας | exalt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exalts |
αόριστος | exalted |
παθητική μετοχή | exalted |
ενεργητική μετοχή | exalting |
exalt (en)