Δείτε επίσης: exult
ενεστώτας exalt
γ΄ ενικό ενεστώτα exalts
αόριστος exalted
παθητική μετοχή exalted
ενεργητική μετοχή exalting

exalt (en)

  1. εξυμνώ, εξαίρω, επαινώ
  2. ανεβάζω κάποιον σε υψηλότερη κοινωνική, πολιτική ή άλλη θέση

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία