exult
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | exult |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exults |
αόριστος | exulted |
παθητική μετοχή | exulted |
ενεργητική μετοχή | exulting |
Ρήμα επεξεργασία
exult (en)
- είμαι περιχαρής
Δείτε επίσης : exalt |
ενεστώτας | exult |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exults |
αόριστος | exulted |
παθητική μετοχή | exulted |
ενεργητική μετοχή | exulting |
exult (en)