περιχαρής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περιχαρής | η | περιχαρής | το | περιχαρές |
γενική | του | περιχαρούς* | της | περιχαρούς | του | περιχαρούς |
αιτιατική | τον | περιχαρή | την | περιχαρή | το | περιχαρές |
κλητική | περιχαρή(ς) | περιχαρής | περιχαρές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περιχαρείς | οι | περιχαρείς | τα | περιχαρή |
γενική | των | περιχαρών | των | περιχαρών | των | περιχαρών |
αιτιατική | τους | περιχαρείς | τις | περιχαρείς | τα | περιχαρή |
κλητική | περιχαρείς | περιχαρείς | περιχαρή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιχαρής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιχαρής < περι- + -χαρής (χαίρω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.xaˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐χα‐ρής
Επίθετο επεξεργασία
περιχαρής, -ής, -ές
- που είναι γεμάτος χαρά
- ※ Τὸν εὐχαριστεῖ σιωπηρῶς καὶ ἀπέρχεται περιχαρής. (Ν(ίκος) Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ποιητική συλλογή Τὸ βαθὺ πηγάδι ἢ ἐκρήξεις συναφῶν φωτοβολίδων, Ἀθήνα 1989)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιχαρής
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
περιχαρής, -ής, -ές
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- περιχαρής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιχαρής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.