Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βατεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
βατεύω
<
ελληνιστική
βατεύω
Ρήμα
επεξεργασία
βατεύω
(
για αρσενικό ζώο
)
ζευγαρώνω
με το θηλυκό
≈
συνώνυμα
:
επιβαίνω
,
συνουσιάζομαι
(
για πρόσωπο
)
ζευγαρώνω
, με το θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία
βάτεμα
: η
συνουσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βατεύω