Δείτε επίσης: επιβιβάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

επιβαίνω

  1. (λόγιο) είμαι ανεβασμένος σε μεταφορικό μέσο, κινούμαι μ’ αυτό
      Στο λεωφορείο επέβαιναν μόνο 5 άτομα.
  2. (για ζώα) βατεύω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία