Δείτε επίσης: επιβιβάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιβαίνω < αρχαία ελληνική ἐπιβαίνω < ἐπί + βαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.piˈve.no/

  Ρήμα επεξεργασία

επιβαίνω

Στο λεωφορείο επέβαιναν μόνο 5 άτομα.


Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία