επιβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιβαίνω < αρχαία ελληνική ἐπιβαίνω < ἐπί + βαίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.piˈve.no/
Ρήμα
επεξεργασίαεπιβαίνω
- (λόγιο) είμαι ανεβασμένος σε μεταφορικό μέσο, κινούμαι μ’ αυτό
- ⮡ Στο λεωφορείο επέβαιναν μόνο 5 άτομα.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιβαίνω | επέβαινα | θα επιβαίνω | να επιβαίνω | επιβαίνοντας | |
β' ενικ. | επιβαίνεις | επέβαινες | θα επιβαίνεις | να επιβαίνεις | επέβαινε | |
γ' ενικ. | επιβαίνει | επέβαινε | θα επιβαίνει | να επιβαίνει | ||
α' πληθ. | επιβαίνουμε | επιβαίναμε | θα επιβαίνουμε | να επιβαίνουμε | ||
β' πληθ. | επιβαίνετε | επιβαίνατε | θα επιβαίνετε | να επιβαίνετε | επιβαίνετε | |
γ' πληθ. | επιβαίνουν(ε) | επέβαιναν επιβαίναν(ε) |
θα επιβαίνουν(ε) | να επιβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επέβην | θα επιβώ | να επιβώ | επιβεί | ||
β' ενικ. | επέβης | θα επιβείς | να επιβείς | |||
γ' ενικ. | επέβη | θα επιβεί | να επιβεί | |||
α' πληθ. | επιβήκαμε | θα επιβούμε | να επιβούμε | |||
β' πληθ. | επιβήκατε | θα επιβείτε | να επιβείτε | επιβείτε | ||
γ' πληθ. | επέβησαν | θα επιβούν | να επιβούν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιβεί | είχα επιβεί | θα έχω επιβεί | να έχω επιβεί | ||
β' ενικ. | έχεις επιβεί | είχες επιβεί | θα έχεις επιβεί | να έχεις επιβεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιβεί | είχε επιβεί | θα έχει επιβεί | να έχει επιβεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιβεί | είχαμε επιβεί | θα έχουμε επιβεί | να έχουμε επιβεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιβεί | είχατε επιβεί | θα έχετε επιβεί | να έχετε επιβεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιβεί | είχαν επιβεί | θα έχουν επιβεί | να έχουν επιβεί |
|