Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιβήτορας οι επιβήτορες
      γενική του επιβήτορα των επιβητόρων
    αιτιατική τον επιβήτορα τους επιβήτορες
     κλητική επιβήτορα επιβήτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιβήτορας < αρχαία ελληνική ἐπιβήτωρ < αρχαία ελληνική ἐπιβαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.piˈvi.to.ɾas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιβήτορας αρσενικό

  1. αρσενικό ζώο, κυρίως άλογο ή ταύρος, που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή
     συνώνυμα: βατευτής, οχευτής
    ※  Είχαν ένα βαρβάτο άλογο, έναν επιβήτορα, που τον ζευγάρωναν με φοράδες ή γαϊδούρες. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. (ειρωνικά) ο άνδρας που έχει έντονη σεξουαλική ζωή με πολλές ερωτικές συντρόφους και καυχιέται για αυτό
  3. (μεταφορικά) το άτομο που έχει καταλάβει ένα αξίωμα με αθέμιτα μέσα
     συνώνυμα: σφετεριστής

  Μεταφράσεις επεξεργασία