επιβατηγό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιβατηγό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επιβατηγός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.va.tiˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐βα‐τη‐γό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιβατηγό ουδέτερο
- αυτοκίνητο, συνήθως ιδιωτικής χρήσεως, κατάλληλο για τη μεταφορά επιβατών
- που έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει επιβάτες
- ⮡ επιβατηγό-οχηματαγωγό (εννοείται: πλοίο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιβατηγό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεπιβατηγό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του επιβατηγός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του επιβατηγός