πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιβατηγό τα επιβατηγά
      γενική του επιβατηγού των επιβατηγών
    αιτιατική το επιβατηγό τα επιβατηγά
     κλητική επιβατηγό επιβατηγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιβατηγό ουδέτερο

  1. αυτοκίνητο, συνήθως ιδιωτικής χρήσεως, κατάλληλο για τη μεταφορά επιβατών
     συνώνυμα: Ι.Χ.
  2. που έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει επιβάτες
      επιβατηγό-οχηματαγωγό (εννοείται: πλοίο)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία