Ι.Χ.
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝo.ta ˈçi/ & /ʝo.taˈçi/
Συντομομορφή επεξεργασία
Ι.Χ. ή ΙΧ άκλιτο αρκτικόλεξο
- (ουδέτερο) το γιωταχί, όχημα που προορίζεται για ιδιωτική χρήση
- (αρσενικό) ο γιωταχής, οδηγός ενός οχήματος Ι.Χ.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ι.Χ.
|