συνεπιβάτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεπιβάτρια < συνεπιβάτης + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεπιβάτρια θηλυκό
- θηλυκό του συνεπιβάτης
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνεπιβάτρια
→ δείτε τη λέξη συνεπιβάτισσα |