Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνεπιβάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
συνεπιβάτ
ης
οι
συνεπιβάτ
ες
γενική
του
συνεπιβάτ
η
των
συνεπιβατ
ών
αιτιατική
τον
συνεπιβάτ
η
τους
συνεπιβάτ
ες
κλητική
συνεπιβάτ
η
συνεπιβάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνεπιβάτης
<
συν-
+
επιβάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνεπιβάτης
αρσενικό
πρόσωπο που επιβαίνει στο ίδιο μεταφορικό μέσο με άλλο πρόσωπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνεπιβάτης