ride
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ride | rides |
ride (en)
- η διαδρομή, η βόλτα, το σύντομο ταξίδι με όχημα, ποδήλατο κτλ.
- ⮡ The village is an hour’s ride from here by car/horse.
- Το χωριό είναι μια ώρα διαδρομή από δω με το αυτοκίνητο/το άλογο.
- ⮡ Sit comfortably and enjoy the ride.
- Καθίστε άνετα και απολαύστε τη διαδρομή.
- ⮡ We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.
- Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.
- ⮡ The village is an hour’s ride from here by car/horse.
- (αμερικανική σημασία) μια δωρεάν βόλτα με αυτοκίνητο, ή άλλο είδος οχήματος, σε ένα μέρος που θέλω να πάω
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | ride |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rides |
αόριστος | rode |
παθητική μετοχή | ridden |
ενεργητική μετοχή | riding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ride (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καβαλώ, καβαλικεύω, ιππεύω, κάθομαι πάνω σε ένα ζώο, ειδικά σε ένα άλογο, και το οδηγώ
- ⮡ We rode the donkeys which were waiting for us on the beach in Santorini to take us to Fira.
- Καβαλήσαμε τα γαϊδουράκια που μας περίμεναν στην παραλία της Σαντορίνης για να μας μεταφέρουν στα Φηρά.
- ⮡ This horse is ridden only by an experienced rider.
- Αυτό το άλογο ιππεύεται μόνο από έμπειρο αναβάτη.
- ⮡ We rode the donkeys which were waiting for us on the beach in Santorini to take us to Fira.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καβαλώ, καβαλικεύω, κάθομαι πάνω σε κάτι σαν σε ράχη υποζυγίου
- ⮡ He watched the parade riding on his father’s shoulders.
- Παρακολούθησε την παρέλαση καβαλικεμένος στους ώμους του πατέρα του.
- ⮡ He watched the parade riding on his father’s shoulders.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ride (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- ride (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 218. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαδρομή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ride < rider
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ride | rides |
ride (fr) θηλυκό