Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βόλτα οι βόλτες
      γενική της βόλτας
    αιτιατική τη βόλτα τις βόλτες
     κλητική βόλτα βόλτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βόλτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βόλτα < ιταλική volta (στροφή) < δημώδης λατινική *volta < λατινική voluta, θηλυκό του volutus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος volvo (στρέφω, γυρίζω, κυλώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wel- (γυρίζω, τριγυρίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvol.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βόλτα θηλυκό

  1. η περιφορά γύρω από ένα άξονα
     συνώνυμα: γύρος, περιστροφή
  2. (μηχανολογία) σπειροειδής αυλάκωση, σπείρωμα σε βίδες και άλλα εξαρτήματα
  3. διάνυση μίας απόστασης με τα πόδια ή με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο, με ή χωρίς συγκεκριμένο προορισμό ή σκοπό
     συνώνυμα: περίπατος

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία