βόλτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βόλτα | οι | βόλτες |
γενική | της | βόλτας | — | |
αιτιατική | τη | βόλτα | τις | βόλτες |
κλητική | βόλτα | βόλτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βόλτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βόλτα < ιταλική volta (στροφή) < δημώδης λατινική *volta < λατινική voluta, θηλυκό του volutus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος volvo (στρέφω, γυρίζω, κυλώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wel- (γυρίζω, τριγυρίζω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβόλτα θηλυκό
- η περιφορά γύρω από ένα άξονα
- ≈ συνώνυμα: γύρος, περιστροφή
- (μηχανολογία) σπειροειδής αυλάκωση, σπείρωμα σε βίδες και άλλα εξαρτήματα
- διάνυση μίας απόστασης με τα πόδια ή με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο, με ή χωρίς συγκεκριμένο προορισμό ή σκοπό
Εκφράσεις
επεξεργασία- κόβω βόλτες
- παίρνω την κάτω βόλτα
- παίρνω την πάνω βόλτα
- ρίχνω τις βόλτες μου ή φέρνω τις βόλτες μου
- τα φέρνω βόλτα
- φέρνω βόλτα κάποιον ή κάτι