Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόβω βόλτες, < → δείτε τις λέξεις κόβω και βόλτα.

  Έκφραση επεξεργασία

κόβω βόλτες

  • περιτριγυρίζω σ΄ ένα σημείο παρακολουθώντας, ή περιμένοντας κάτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία