αυλάκωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυλάκωση | οι | αυλακώσεις |
γενική | της | αυλάκωσης* | των | αυλακώσεων |
αιτιατική | την | αυλάκωση | τις | αυλακώσεις |
κλητική | αυλάκωση | αυλακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυλακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυλάκωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυλακώνω, αυλακιά, αυλάκιασμα
- ράβδωση με ελικοειδή μορφή μέσα από την κάννη ενός όπλου