πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράβδωση οι ραβδώσεις
      γενική της ράβδωσης* των ραβδώσεων
    αιτιατική τη ράβδωση τις ραβδώσεις
     κλητική ράβδωση ραβδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραβδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾa.vðo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ράβδωση
παντελόνι με πλαϊνή ράβδωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία