Δείτε επίσης: ράβδος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥάβδος αἱ ῥάβδοι
      γενική τῆς ῥάβδου τῶν ῥάβδων
      δοτική τῇ ῥάβδ ταῖς ῥάβδοις
    αιτιατική τὴν ῥάβδον τὰς ῥάβδους
     κλητική ! ῥάβδε ῥάβδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥάβδω
γεν-δοτ τοῖν  ῥάβδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥάβδος < προέλευσης από την προελληνική [1] (Συγγενή: ῥάμνος, ῥαπίς)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥάβδος, -ου θηλυκό

  1. ραβδί
  2. μαγική ράβδος (της Κίρκης, του Άδη, το κηρύκειο του Ερμή)
  3. καλάμι ψαρέματος
  4. ξύλο ακοντίου
  5. σκήπτρο αξιωματούχου
  6. σωφρονιστική ράβδος
  7. βούκεντρο
  8. ποιμενική ράβδος
  9. γραμμή που σχηματίζει ένα γράμμα της αλφαβήτου
  10. σύνεργο για να πιάνουν μικρά πουλιά, ασβεστωμένο κλαρί
  11. στέλεχος όπλου για το κυνήγι
  12. μέτρο για μέτρηση μήκους αγρών
  13. βλαστάρι, φρέσκο κλαδί
  14. στίχος, μέτρο στην ποίηση
  15. οι ραβδώσεις, οι χρωματιστές κηλίδες στο δέρμα ενός ζώου
  16. (μέταλλα) φλέβα
  17. ακτίνα φωτός

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία