Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥάμνος αἱ ῥάμνοι
      γενική τῆς ῥάμνου τῶν ῥάμνων
      δοτική τῇ ῥάμν ταῖς ῥάμνοις
    αιτιατική τὴν ῥάμνον τὰς ῥάμνους
     κλητική ! ῥάμνε ῥάμνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥάμνω
γεν-δοτ τοῖν  ῥάμνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥάμνος < συγγενές των ῥαδινός και ῥάβδος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥάμνος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία