Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ῥαμνούσιος Ῥαμνουσί τὸ Ῥαμνούσιον
      γενική τοῦ Ῥαμνουσίου τῆς Ῥαμνουσίᾱς τοῦ Ῥαμνουσίου
      δοτική τῷ Ῥαμνουσί τῇ Ῥαμνουσί τῷ Ῥαμνουσί
    αιτιατική τὸν Ῥαμνούσιον τὴν Ῥαμνουσίᾱν τὸ Ῥαμνούσιον
     κλητική ! Ῥαμνούσιε Ῥαμνουσί Ῥαμνούσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ῥαμνούσιοι αἱ Ῥαμνούσιαι τὰ Ῥαμνούσι
      γενική τῶν Ῥαμνουσίων τῶν Ῥαμνουσίων τῶν Ῥαμνουσίων
      δοτική τοῖς Ῥαμνουσίοις ταῖς Ῥαμνουσίαις τοῖς Ῥαμνουσίοις
    αιτιατική τοὺς Ῥαμνουσίους τὰς Ῥαμνουσίᾱς τὰ Ῥαμνούσι
     κλητική ! Ῥαμνούσιοι Ῥαμνούσιαι Ῥαμνούσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ῥαμνουσίω τὼ Ῥαμνουσί τὼ Ῥαμνουσίω
      γεν-δοτ τοῖν Ῥαμνουσίοιν τοῖν Ῥαμνουσίαιν τοῖν Ῥαμνουσίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ῥαμνούσιος < Ῥαμνοῦς + -ιος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

Ῥαμνούσιος, -α, -ον

  Πηγές επεξεργασία