Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασβεστωμένος η ασβεστωμένη το ασβεστωμένο
      γενική του ασβεστωμένου της ασβεστωμένης του ασβεστωμένου
    αιτιατική τον ασβεστωμένο την ασβεστωμένη το ασβεστωμένο
     κλητική ασβεστωμένε ασβεστωμένη ασβεστωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασβεστωμένοι οι ασβεστωμένες τα ασβεστωμένα
      γενική των ασβεστωμένων των ασβεστωμένων των ασβεστωμένων
    αιτιατική τους ασβεστωμένους τις ασβεστωμένες τα ασβεστωμένα
     κλητική ασβεστωμένοι ασβεστωμένες ασβεστωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ασβεστωμένος




  Μεταφράσεις επεξεργασία