• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ασβεστωμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασβεστωμένος η ασβεστωμένη το ασβεστωμένο
      γενική του ασβεστωμένου της ασβεστωμένης του ασβεστωμένου
    αιτιατική τον ασβεστωμένο την ασβεστωμένη το ασβεστωμένο
     κλητική ασβεστωμένε ασβεστωμένη ασβεστωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασβεστωμένοι οι ασβεστωμένες τα ασβεστωμένα
      γενική των ασβεστωμένων των ασβεστωμένων των ασβεστωμένων
    αιτιατική τους ασβεστωμένους τις ασβεστωμένες τα ασβεστωμένα
     κλητική ασβεστωμένοι ασβεστωμένες ασβεστωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

επεξεργασία

ασβεστωμένος

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου ασβεστώνω




Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ασβεστωμένος
  • γαλλικά : chaulé (fr), blanchi (fr) à la chaux (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ασβεστωμένος&oldid=6513444"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Νοεμβρίου 2023, στις 20:39

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Νοεμβρίου 2023, στις 20:39.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας