Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασβεστωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασβεστωμέν
ος
η
ασβεστωμέν
η
το
ασβεστωμέν
ο
γενική
του
ασβεστωμέν
ου
της
ασβεστωμέν
ης
του
ασβεστωμέν
ου
αιτιατική
τον
ασβεστωμέν
ο
την
ασβεστωμέν
η
το
ασβεστωμέν
ο
κλητική
ασβεστωμέν
ε
ασβεστωμέν
η
ασβεστωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασβεστωμέν
οι
οι
ασβεστωμέν
ες
τα
ασβεστωμέν
α
γενική
των
ασβεστωμέν
ων
των
ασβεστωμέν
ων
των
ασβεστωμέν
ων
αιτιατική
τους
ασβεστωμέν
ους
τις
ασβεστωμέν
ες
τα
ασβεστωμέν
α
κλητική
ασβεστωμέν
οι
ασβεστωμέν
ες
ασβεστωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ασβεστωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ασβεστώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασβεστωμένος
γαλλικά
:
chaulé
(fr)
,
blanchi
(fr)
à la
chaux
(fr)