ασβεστωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαασβεστωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ασβεστωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ασβεστωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασβεστωμένος