πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλέβα οι φλέβες
      γενική της φλέβας των φλεβών
    αιτιατική τη φλέβα τις φλέβες
     κλητική φλέβα φλέβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φλέβες που ξεχωρίζουν κάτω από ανθρώπινο δέρμα

Ετυμολογία

επεξεργασία
φλέβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φλέψ από την αιτιατική «τὴν φλέβα» μέσω της μεσαιωνική ή ελληνιστικής < φλέω [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλέβα θηλυκό

  1. (ανατομία) αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα προς την καρδιά
      Ήταν τόσο έντονη η προσπάθειά του, ώστε είχαν πεταχτεί όλες οι φλέβες του.
  2. (γεωλογία) πλούσιο κοίτασμα ορυκτού ή μετάλλου· κάθε ακανόνιστη διείσδυση ορυκτού ή μετάλλου σε περιβάλλοντα πετρώματα.
      Οι χρυσοθήρες έπεσαν πάνω σε μια γερή φλέβα χρυσού.
  3. (μεταφορικά) το ποιητικό, λογοτεχνικό ταλέντο, η ποιητική ιδιοσυγκρασία
      αξιόλογη ποιητική φλέβα, ιδιαίτερη σατιρική φλέβα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

φλέβα θηλυκό