Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοφλεβίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ενδοφλεβίτιδ
α
οι
ενδοφλεβίτιδ
ες
γενική
της
ενδοφλεβίτιδ
ας
των
ενδοφλεβίτιδ
ων
αιτιατική
την
ενδοφλεβίτιδ
α
τις
ενδοφλεβίτιδ
ες
κλητική
ενδοφλεβίτιδ
α
ενδοφλεβίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοφλεβίτιδα
<
ενδο-
+
φλέβ(α)
+
-ίτιδα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
en.δo.fleˈvi.ti.δa
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενδοφλεβίτιδα
θηλυκό
(
ιατρική
) η
φλεγμονή
του
ενδοφλεβικού
χιτώνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδοφλεβίτιδα