φλεβίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φλεβίδιο | τα | φλεβίδια |
γενική | του | φλεβίδιου | των | φλεβίδιων |
αιτιατική | το | φλεβίδιο | τα | φλεβίδια |
κλητική | φλεβίδιο | φλεβίδια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλεβίδιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
φλεβίδιο
|