Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοίτασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κοίτασμα
τα
κοιτάσμα
τ
α
γενική
του
κοιτάσμα
τ
ος
των
κοιτασμά
τ
ων
αιτιατική
το
κοίτασμα
τα
κοιτάσμα
τ
α
κλητική
κοίτασμα
κοιτάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοίτασμα
<
μεσαιωνική ελληνική
κοίτασμα
(
κρεβάτι
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοίτασμα
ουδέτερο
το
εκμεταλλεύσιμο
στρώμα
ορυκτών
, στο
υπέδαφος
ή κοντά στην
επιφάνεια
της
Γης
κοίτασμα
χρυσού
κοιτάσματα
πετρελαίου
μεταλλοφόρο
κοίτασμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
στρώμα
φλέβα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοίτασμα
αγγλικά
:
mineral deposit
(en)
,
vein
(en)
γαλλικά
:
gisement
(fr)
,
veine
(fr)
,
filon
(fr)