κοίτασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κοίτασμα < μεσαιωνική ελληνική κοίτασμα (κρεβάτι)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοίτασμα ουδέτερο
- κοίτασμα χρυσού
- κοιτάσματα πετρελαίου
- μεταλλοφόρο κοίτασμα