ενδοφλέβιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοφλέβιος < ενδο- + φλέβα + -ιος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intraveineux)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /en.ðoˈfle.vi.os/
Επίθετο επεξεργασία
ενδοφλέβιος, -α, -ο
- (ιατρική) σχετικός με τη χορήγηση ενός ενέσιμου φαρμάκου κατευθείαν μέσα στη φλέβα του ασθενούς
- ※ ενδοφλέβια ένεση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ενδοφλέβια
- ενδοφλεβίως
- → δείτε τις λέξεις ένδον και φλέβα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοφλέβιος