ενδοφλεβίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδοφλεβίως < ενδοφλέβιος + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαενδοφλεβίως
- με ενδοφλέβια χορήγηση, κατευθείαν μέσα στη φλέβα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενδοφλεβίως
ενδοφλεβίως