ενδοφλέβιων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενδοφλέβιων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ενδοφλέβιος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ενδοφλέβιος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ενδοφλέβιος
ενδοφλέβιων