Δείτε επίσης: αινέσιμος, εναίσιμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενέσιμος η ενέσιμη το ενέσιμο
      γενική του ενέσιμου της ενέσιμης του ενέσιμου
    αιτιατική τον ενέσιμο την ενέσιμη το ενέσιμο
     κλητική ενέσιμε ενέσιμη ενέσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενέσιμοι οι ενέσιμες τα ενέσιμα
      γενική των ενέσιμων των ενέσιμων των ενέσιμων
    αιτιατική τους ενέσιμους τις ενέσιμες τα ενέσιμα
     κλητική ενέσιμοι ενέσιμες ενέσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενέσιμος < ένεση + -ιμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈne.si.mos/

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ενέσιμος, -η, -ο

  • που μπορεί να εισαχθεί στον οργανισμό με ένεση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία