αινέσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααινέσιμος, -η, -ο
- που μπορεί ή αξίζει να επαινεθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αινέσιμος
Δείτε επίσης : εναίσιμος, ενέσιμος |
αινέσιμος, -η, -ο