intraveineux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁa.vɛ.nø/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intraveineux | intraveineux |
θηλυκό | intraveineuse | intraveineuses |
intraveineux (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intraveineux | intraveineux |
θηλυκό | intraveineuse | intraveineuses |
intraveineux (fr) αρσενικό