Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

damar < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική طمر < κληρονομημένο από την παλαιά τουρκική [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɑˈmɑɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: da‐mar

  Ουσιαστικό επεξεργασία

damar (tr)

  1. (ανατομία) αιμοφόρο αγγείο, φλέβα
  2. (γεωλογία) φλέβα, πλούσιο κοίτασμα ορυκτού ή μετάλλου· κάθε ακανόνιστη διείσδυση ορυκτού ή μετάλλου σε περιβάλλοντα πετρώματα
    → δείτε και τη λέξη νταμάρι
  3. (μεταφορικά) ιδιαίτερο γνώρισμα του χαρακτήρα, το ταμπεραμέντο

Κλίση επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Απόγονοι επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη طمر

  Αναφορές επεξεργασία

  1. damar - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν