Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

damar (tr)

  1. (ανατομία) αιμοφόρο αγγείο, φλέβα
  2. (γεωλογία) φλέβα, πλούσιο κοίτασμα ορυκτού ή μετάλλου· κάθε ακανόνιστη διείσδυση ορυκτού ή μετάλλου σε περιβάλλοντα πετρώματα
     δείτε και τη λέξη νταμάρι
  3. (μεταφορικά) ιδιαίτερο γνώρισμα του χαρακτήρα, το ταμπεραμέντο

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη طمر

Αναφορές

επεξεργασία
  1. damar - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν