σωφρονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σωφρονιστικός < σωφρονισμός + -ιστικός
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
σωφρονιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το σωφρονισμό ή αναφέρεται σε αυτόν (ιδίως αναφορικά με τις φυλακές)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- σωφρονιστικό κατάστημα: κάθε είδους φυλακή
- σωφρονιστικός υπάλληλος: κάθε δεσμοφύλακας και μέλος του λοιπού προσωπικού που απασχολείται στα σωφρονιστικά καταστήματα
- σωφρονιστικό δίκαιο: οι νόμοι και οι σχετικές διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία των σωφρονιστικών καταστημάτων
- σωφρονιστικό σύστημα: το σύστημα λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σωφρονιστικός