Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥαβδοῦχος < ῥάβδος + ἔχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥαβδοῦχος αρσενικό

  1. δικαστής
  2. αγωνοδίκης
  3. ο υπηρέτης που κουβαλούσε τη ράβδο του άρχοντα
  4. στη Ρώμη εκείνοι που κρατούσαν δέσμη ράβδων

Συγγενικά

επεξεργασία