Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ῥαβδοῦχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ῥαβδοῦχος
<
ῥάβδος
+
ἔχω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ῥαβδοῦχος
αρσενικό
δικαστής
αγωνοδίκης
ο υπηρέτης που κουβαλούσε τη ράβδο του
άρχοντα
στη Ρώμη εκείνοι που κρατούσαν δέσμη ράβδων
Συγγενικά
επεξεργασία
ῥαβδουχέω
ῥαβδουχία