αγωνοδίκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγωνοδίκης < αρχαία ελληνική ἀγωνοδίκης < ἀγών + -δίκης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣo.noˈði.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γω‐νο‐δί‐κης
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγωνοδίκης αρσενικό
- (αθλητισμός) το μέλος μιας επιτροπής που έχει τη γενική εποπτεία ενός αγώνα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγωνοδίκης
|
Πηγές
επεξεργασία- αγωνοδίκης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας