Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἅρχων < ἅρχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἅρχων αρσενικό

  1. κυβερνήτης, καπετάνιος
  2. κυβερνήτης χώρας, βασιλιάς
    ἅρχων Ἀσίας
  3. ένας από τους εννέα άρχοντες των Αθηνών, συνήθως ο επώνυμος άρχων του έτους
  4. ένας από τους κυβερνήτες μεγάλων περιοχών στη Συμμαχία της Δήλου
  5. επί ρωμαϊκής κατοχής, ο Ρωμαίος κυβερνήτης