αυλακιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυλακιά | οι | αυλακιές |
γενική | της | αυλακιάς | των | αυλακιών |
αιτιατική | την | αυλακιά | τις | αυλακιές |
κλητική | αυλακιά | αυλακιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααυλακιά θηλυκό