Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συρμή οι συρμές
      γενική της συρμής των συρμών
    αιτιατική τη συρμή τις συρμές
     κλητική συρμή συρμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρμή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συρμή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siɾˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐μή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συρμή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συρμή αἱ συρμαί
      γενική τῆς συρμῆς τῶν συρμῶν
      δοτική τῇ συρμ ταῖς συρμαῖς
    αιτιατική τὴν συρμήν τὰς συρμᾱ́ς
     κλητική ! συρμή συρμαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συρμᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συρμαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συρμή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία