συρμή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συρμή | οι | συρμές |
γενική | της | συρμής | των | συρμών |
αιτιατική | τη | συρμή | τις | συρμές |
κλητική | συρμή | συρμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συρμή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συρμή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɾˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐μή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυρμή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συρμή
→ δείτε τη λέξη νεροσυρμή |
Πηγές
επεξεργασία- συρμή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συρμή | αἱ | συρμαί | ||||
γενική | τῆς | συρμῆς | τῶν | συρμῶν | ||||
δοτική | τῇ | συρμῇ | ταῖς | συρμαῖς | ||||
αιτιατική | τὴν | συρμήν | τὰς | συρμᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | συρμή | συρμαί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συρμᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συρμαῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυρμή θηλυκό
- το ίχνος
Πηγές
επεξεργασία- συρμή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.