νεροσυρμή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεροσυρμή < μεσαιωνική ελληνική νεροσυρμή. Συγρχονικά αναλύεται σε νερο- + συρμή[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεροσυρμή θηλυκό
- αυλάκι στο έδαφος που δημιουργείται από τα νερά της βροχής στην κατηφορική τους πορεία
- ※ Πήραμε ίσια τα πλάγια, πότε εγώ μπροστά κι αυτός πίσω και πότε πίσω εγώ και μπροστά αυτός. Εδώ να βρούμε περδικοφωλιές με περδικάβγα, εκεί να βρούμε, τρέξε δεξιά, τρέξε ζερβιά, τρέξε ίσια πάνω και τρέξε ίσια κάτω, μέσα στα βράχια και στους γκρεμούς, στις γούβες και στις σπηλιές, στα κράκουρα και στις νεροσυρμές, παντού στους γνώριμους τόπους του χωριού μας, βγάλαμε αλεπούδες από τις τρύπες τους, λαγούς από τις σμούλες τους, προντίσαμε γεράκια απ' τα προσήλια τους, περδίκια απ' τις βοσκές τους, αλλά περδικοφωλιές και περδικάβγα πουθενά! (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Η Καθαρή Δευτέρα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεροσυρμή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νεροσυρμή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανεροσυρμή ουδέτερο
- ρέμα, έντονο κατέβασμα νερού
Πηγές
επεξεργασία- νεροσυρμή - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].