περδίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περδίκι | τα | περδίκια |
γενική | του | περδικιού | των | περδικιών |
αιτιατική | το | περδίκι | τα | περδίκια |
κλητική | περδίκι | περδίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περδίκι < υποκοριστικό της λέξης πέρδικα, περδικάκι, νεοσσός αυτής.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερδίκι ουδέτερο
- η πέρδικα (το πουλί)
- ο υγιής άνθρωπος, αυτός που έχει ανακτήσει τις σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις μετά από περιπέτεια της υγείας του
Εκφράσεις
επεξεργασία- έγινα περδίκι: ξαναβρήκα την καλή μου υγεία μετά από αρρώστια ή τραυματισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία γίνομαι περδίκι