πέρδικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πέρδικα | οι | πέρδικες |
γενική | της | πέρδικας | των | περδίκων |
αιτιατική | την | πέρδικα | τις | πέρδικες |
κλητική | πέρδικα | πέρδικες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέρδικα < μεσαιωνική ελληνική πέρδικα < αρχαία ελληνική πέρδιξ < πέρδομαι[1] ή προελληνική [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpeɾ.ði.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέρ‐δι‐κα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέρδικα θηλυκό
- (πτηνό) πτηνό μετρίου μεγέθους, το οποίο μοιάζει με κότα κι έχει κοντό και στρογγυλό σώμα, κοντή ουρά και δυνατές φτερούγες. Χαρακτηριστικό είναι το κελάηδημά και το όλο καμάρι περπάτημά του. Θηρεύεται, επίσης, για το νόστιμο κρέας του.
- (χαρακτηρισμός) γυναίκα με καμαρωτό παράστημα και περπάτημα
Συγγενικά
επεξεργασία- Πέρδικα (τοπωνύμιο)
- περδικάκι
- περδίκι
- περδικίσιος
- περδικοπάνι
- περδικόστηθος
- περδικούλα
- πετροπέρδικα
- χαμοπέρδικα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πέρδικα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πέρδικα
- ↑ « Η συσχέτιση του πτηνού με το ρήμα πέρδομαι είναι γνωστή από την Αρχαιότητα και οφείλεται πιθανώς στον θόρυβο των φτερών του.» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.