παράστημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παράστημα < ελληνιστική κοινή παράστημα < αρχαία ελληνική παρίστημι < παρά + ἵστημι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική prestance[1] [2])
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾastima/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐στη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παράστημα ουδέτερο
- η στάση του σώματος και η (ευθυτενής) εξωτερική εμφάνιση κάποιου, η κορμοστασιά, το παρουσιαστικό του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ παράστημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ παράστημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας