περπάτημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περπάτημα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περπάτημα < (περπατῶ) περαπτη- + -μα [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερπάτημα ουδέτερο
- η ενέργεια του περπατάω
- ↪ κάνω μια βόλτα κάθε απόγευμα, γιατί το περπάτημα κάνει καλό στην υγεία
- ¨≈ συνώνυμα: βάδισμα
- ο ιδιαίτερος, προσωπικός τρόπος που περπατά κάποιος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ περπάτημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας