Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περπάτημα τα περπατήματα
      γενική του περπατήματος των περπατημάτων
    αιτιατική το περπάτημα τα περπατήματα
     κλητική περπάτημα περπατήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περπάτημα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περπάτημα < (περπατῶ) περαπτη- + -μα [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περπάτημα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του περπατάω
    κάνω μια βόλτα κάθε απόγευμα, γιατί το περπάτημα κάνει καλό στην υγεία
  2. ¨ συνώνυμα: βάδισμα
  3. ο ιδιαίτερος, προσωπικός τρόπος που περπατά κάποιος
     συνώνυμα: περπατησιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία