Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βάδισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βάδισμα
τα
βαδίσμα
τ
α
γενική
του
βαδίσμα
τ
ος
των
βαδισμά
τ
ων
αιτιατική
το
βάδισμα
τα
βαδίσμα
τ
α
κλητική
βάδισμα
βαδίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βάδισμα
<
αρχαία ελληνική
βάδισμα
<
βαδίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βάδισμα
ουδέτερο
το κανονικό
περπάτημα
, χωρίς
βιασύνη
Συνώνυμα
επεξεργασία
βάδιση
βαδισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βάδισμα
γαλλικά
:
marche
(fr)
,
allure
(fr)
ισπανικά
:
andares
(es)
,
paso
(es)