paso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paso | pasoj |
αιτιατική | pason | pasojn |
paso (eo)
- το βήμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paso | pasoj |
αιτιατική | pason | pasojn |
paso (eo)