Ετυμολογία

επεξεργασία
πέρδομαι < αρχαία ελληνική πέρδομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *perd-[1] (πέρδομαι)

πέρδομαι μόνο στον ενεστώτα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πέρδομαι 
Παρατατικός  ἐπερδόμην 
Μέλλοντας  περδήσομαι 
Αόριστος  ἔπαρδον 
Παρακείμενος  πέπορδα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία

πέρδομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *perd-[1] (πέρδομαι)

πέρδομαι

Συνώνυμα

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.