πέρδομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πέρδομαι < αρχαία ελληνική πέρδομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *perd-[1] (πέρδομαι)
Ρήμα
επεξεργασίαπέρδομαι μόνο στον ενεστώτα
- (λόγιο, επίσημο) κλάνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | πέρδομαι | |
Παρατατικός | ἐπερδόμην | |
Μέλλοντας | περδήσομαι | |
Αόριστος | ἔπαρδον | |
Παρακείμενος | πέπορδα | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπέρδομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *perd-[1] (πέρδομαι)
Ρήμα
επεξεργασίαπέρδομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πέρδομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέρδομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.