Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βδέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pesd-.

  Ρήμα επεξεργασία

βδέω

  1. πέρδομαι, κλάνω
    ὑπὸ τοῦ δέους βδέουσα (Αριστοφάνη, Πλούτος, 693)