Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετροπέρδικα οι πετροπέρδικες
      γενική της πετροπέρδικας
    αιτιατική την πετροπέρδικα τις πετροπέρδικες
     κλητική πετροπέρδικα πετροπέρδικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετροπέρδικα < πετρο- + πέρδικα
 
Alectoris graeca. Aλεκτορίς η ελληνική ή πετροπέρδικα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετροπέρδικα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία